- νικοτέλεια
- νικοτέλεια, ἡ (Α)εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < *νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -τελής (< τέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νικοτελείᾳ — νικοτελείᾱͅ , νικοτέλεια celebration of victory fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικοτελείῃ — νικοτέλεια celebration of victory fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
νικοτελείηι — νικοτελείῃ , νικοτέλεια celebration of victory fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)